ζάλο

ζάλο
το
1. βήμα.
2. περιστροφικός βηματισμός ή γύρος του χορού: Ο πεντοζάλης κάνει τρία ζάλα μπρος και δύο πίσω.
3. διασκέλιση, πήδημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… …   Dictionary of Greek

  • ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ζαλοπατώ — πατώ με μεγάλα ή άτακτα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλο + πατώ] …   Dictionary of Greek

  • πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”